- λεπτουργικά
- λεπτουγρικά, τὰ (Α)βλ. λεπτουργικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτουργικός — ή, ό (Α λεπτουργικός, ή, όν) [λεπτουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία») 2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία») 3. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek